γνωμοδότης

γνωμοδότης
ο , γνωμοδότρα и γνωμοδότις (-ιδος) η консультант, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γνωμοδότης" в других словарях:

  • γνωμοδότης — ο αυτός που εκφέρει υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδότης — ο ο ειδικός που εκφράζει έγκυρη γνώμη για κάποιο θέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωμοδότης — γνωμοδοτέω give advice imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμοδοσία — η η γνωμοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • γνωμοδοτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γνωμοδότηση 2. αρμόδιος μόνο για γνωμοδότηση και όχι για λήψη αποφάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σπυρ. Αντωνιάδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»